ώρυγγες

ώρυγγες
οἱ, Α
είδος ίππων ή ιπποειδών με κατάστικτο ή με ραβδωτό χρώμα τριχώματος, όπως λ.χ. τής ζέμπρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”